- υστερικος
- ὑστερικός3[ὑστέρα II]1) маточный
(πύρος Arst.)
2) подверженный маточным заболеваниям(γυνή Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πύρος Arst.)
(γυνή Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υστερικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με την υστερία (βλ. λ.), που προκαλείται από αυτή: Υστερικά γέλια. 2. αυτός που πάσχει από υστερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υστερικός — ή, ό / ὑστερικός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υστερία («υστερική κρίση») 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υστερία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα («ὑστερικὸς ὑμήν», Αριστοτ.) 2 … Dictionary of Greek
ὑστερικός — ὑ̱στερικός , ὑστερίζω come after perf part act neut nom/voc/acc sg ὑστερικός suffering in the womb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερικά — ὑστερικός suffering in the womb neut nom/voc/acc pl ὑστερικά̱ , ὑστερικός suffering in the womb fem nom/voc/acc dual ὑστερικά̱ , ὑστερικός suffering in the womb fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερικῶν — ὑστερικός suffering in the womb fem gen pl ὑστερικός suffering in the womb masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερικόν — ὑστερικός suffering in the womb masc acc sg ὑστερικός suffering in the womb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερικαῖς — ὑστερικός suffering in the womb fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερικαῖσιν — ὑστερικός suffering in the womb fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερικαί — ὑστερικός suffering in the womb fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερικοῖς — ὑστερικός suffering in the womb masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερικοῖσι — ὑστερικός suffering in the womb masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)